- ἵππευμα
- ἵππ-ευμα, ατος, τό,A ride on horseback or journey in a chariot, E.IT1428; [
Νύξ], μακρὸν ἵ. διώκεις Id.Fr.114
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Νύξ], μακρὸν ἵ. διώκεις Id.Fr.114
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ίππευμα — ἵππευμα, τὸ (Α) [ιππεύω] πορεία πάνω σε ίππο ή σε άρμα («ὡς ἐκ θαλάσσης ἔκ τε γῆς ἱππεύμασι λαβόντες αὐτούς», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ἵππευμα — ride on horseback neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππεύμασι — ἵππευμα ride on horseback neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππεύμασιν — ἵππευμα ride on horseback neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՁԻԱՎԱՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0156 Chronological Sequence: 6c, 8c, 12c գ. ἴππευσις, ἴππευμα, ἰππασία equitatio. Ձիավարելն. արհեստն ձիավարական. ընթացուցանելն զերիվար. հեծելութիւն. եւ Երթ ձիով կամ կառօք ʼի պատերազմ. *Ելեր ʼի ձիս քո, եւ ձիավարութիւն քո փրկութիւն է.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)